- Μύλερ
- Βλ. λ. Μίλερ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
παραμεσονεφρικός — ή, ό φρ. «παραμεσονεφρικός αγωγός» ανατ. εμβρυϊκό σωληνοειδές όργανο, ανά ένα δεξιά και αριστερά, παράλληλο προς τον μεσονεφρικό πόρο, το οποίο εκβάλλει στην αμάρα, αλλ. αγωγός τού Μύλερ … Dictionary of Greek
πρόνεφρος — ο, Ν βιολ. ο πρωιμότερος από τους τρεις διαδοχικούς νεφρούς τών σπονδυλοζώων, από τον οποίο προκύπτουν ο αγωγός τού Βολφ ή πρωτογενής ουρητήρας και ο αγωγός τού Μύλερ ή ωαγωγός … Dictionary of Greek
υδατίδα — η / ὑδατίς, ίδος, ΝΜΑ φυσαλίδα γεμάτη νερό νεοελλ. 1. ανατ. καθένα από τα δύο εμβρυϊκά υπολείμματα, από τα οποία το ένα βρίσκεται στο πρόσθιο άκρο τού όρχεως και το άλλο στο πρόσθιο άκρο τής κεφαλής τής επιδιδυμίδας 2. φρ. α) «υδατίδα τού… … Dictionary of Greek
ντι-ντι-τι — (DDT). Διχλωρο διφαινυλ τριχλωροαιθάνιο, χημική ένωση που χρησιμοποιείται ως εντομοκτόνο. Το παρασκεύασε πρώτη φορά το 1874 ο Ελβετός χημικός Τσίγκλερ με συμπύκνωση του χλωροβενζολίου με τη χλωράλη, αλλά μόνο το 1942 δόθηκε στο εμπόριο από την… … Dictionary of Greek
Τεν Μπρινκ, Γιόχαν — (Ten Brink, 1834 – 1901). Ολλανδός συγγραφέας. Διετέλεσε καθηγητής της λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν. Τα κυριότερα από τα έργα του τιτλοφορούνται: Εικονογραφημένη ιστορία της ολλανδικής λογοτεχνίας, Ιστορικό δοκίμιο για τη Γαλλική… … Dictionary of Greek